- εταιριστής
- ο, θηλ. εταιρίστρια (ΑΜ ἑταιριστής, θηλ. ἑταιρίστρια) [εταιρίζω]νεοελλ.1. αυτός που είναι μέλος κάποιας εταιρείας2. ο φιλικός, ο μυημένος στα πράγματα τής Φιλικής Εταιρείαςαρχ.1. ο ασελγής άνθρωπος2. το θηλ. ἡ ἑταιρίστριαη ομοφυλόφιλη γυναίκα, η λεσβία («τοιαύτας [ἑταιριστρίας] γὰρ ἐν Λέσβῳ λέγουσι γυναῑκας ἀρρενωπούς», Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.